μαραζιάρης

μαραζιάρης
-α, -ικο [μαράζι]
1. μαραζωμένος, μαραμένος, καχεκτικός
2. αυτός που πάσχει από φυματίωση
3. αυτός που έχει πάθει μελαγχολία από μεγάλη στενοχώρια, αυτός που ρέπει στη μελαγχολία, μελαγχολικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαραζιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που έχει μαράζι, ο φθισικός, ο καχεκτικός. 2. μτφ., ο θλιμμένος, ο μελαγχολικός: Η αδερφή του αυτές τις μέρες είναι μαραζιάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαραζιάρικος — η, ο [μαραζιάρης] μαραζιάρης …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • μαραζιάρικος — η, ο ο μαραζιάρης, ο μαραζιασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”